ζωηδόν

ζωηδόν
ζῳηδόν (Α)
επίρρ. κατά τον τρόπο, κατά τις έξεις τών ζώων, σαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + επιρρ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βουστροφ-ηδόν, πρην-ηδόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζῳηδόν — in the manner of beasts indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՆԴԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 1086 Chronological Sequence: 8c, 12c մ. ζωτικῶς vitaliter ζωηδόν animantium more. Որպէս կենդանի. կենդանութեամբ. զօրէն կենդանեաց. *Կենդանապէս պաշտել զքեզ աստուած կենդանի. Լմբ. պտրգ.: *(Զգայութիւնք) հաստատականք կենդանապէս էութեանն. Նիւս.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”